κρυσταλλωτικός

κρυσταλλωτικός
-ή, -ό
1. αυτός που επιφέρει κρυστάλλωση
2. αυτός που χρησιμεύει στην κρυστάλλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυσταλλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρηγ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”